τρωκτικογόνα

τρωκτικογόνα
τα, Ν
χημ. ουσίες που δρουν τοξικά εναντίον τών τρωκτικών τα οποία προκαλούν σημαντικές ζημιές στην αποθηκευμένη γεωργική παραγωγή και στις καλλιέργειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”